- Ιάκωβος
- I
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’). Σύμφωνα με έναν θρύλο, πήγε στην Ισπανία, όπου γιορτάζεται στις 23 Μαΐου στον καθεδρικό ναό του Αγίου Ιακώβου της Κομποστέλα, στην πόλη Λα Κορούνια. Η Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 30 Απριλίου, ενώ η Δυτ. Καθολική Εκκλησία στις 25 Ιουλίου.2. Ι. ο Αλφαίου, ο επονομαζόμενος Μικρός. Ελάχιστα στοιχεία για τη ζωή του είναι γνωστά. Η Δυτ. Καθολική Εκκλησία θεωρεί ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο με τον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο. Η Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 9 Οκτωβρίου.3. Ι. ο ΑδελφόθεοςΔίκαιος. Βλ. λ. Ιάκωβος, άγιος.4. Μάρτυρας. Καταγόταν από την Περσία και ήταν φίλος του βασιλιά Ισδιγέρδου. Ήταν χριστιανός, προσχώρησε στην πυρολατρία, αλλά μετανόησε και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Νοεμβρίου.5. Ιερομάρτυρας. Ήταν πρεσβύτερος και καταγόταν από την πόλη Φαργαθά της Περσίας. Μαρτύρησε επί Σαβωρίου με αποκεφαλισμό, μαζί με τον διάκονο Αζά. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Απριλίου.6. Επίσκοπος. Δεν είναι γνωστό πού διετέλεσε μοναχός και επίσκοπος. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Μαρτίου.7. Επίσκοπος Μυγδονίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο. Η μνήμη του τιμάται στις 31 Οκτωβρίου.8. Ι. ο αναχωρητής. Καταγόταν από την πόλη Κύρου της Συρίας όπου ασκήτεψε. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Νοεμβρίου.9. Ι. ο όσιος. Ασκητής κοντά στην πόλη Νιμονζάν της Συρίας. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Φεβρουαρίου.10. Ι. ο όσιος. Καταγόταν από την Καππαδοκία. Ήταν μοναχός στη μονή Βαθύ Ρυάκι. H μνήμη του τιμάται στις 21 Οκτωβρίου.11. Ι. ο όσιος. Ασκήτεψε για 20 χρόνια μέσα σε μια σπηλιά, κοντά στην πόλη Πορφυριώνη. Επειδή όμως, κατά την παράδοση, αμάρτησε, συνέχισε vα ασκητεύει μέσα σε τάφο. H μνήμη του τιμάται στις 28 Ιανουαρίου.12. Ι. ο νέος (; – 1520). Οσιομάρτυρας. Καταγόταν από την Καστοριά και ασκούσε το επάγγελμα του κρεοπώλη στην Κωνσταντινούπολη. Αρχικά ήταν ασκητής στη μονή Δοχειαρίου του Αγίου Όρους και αργότερα στη μονή των Ιβήρων. Επειδή o τότε μητροπολίτης Άρτας τον φθονούσε, τον κατηγόρησε ότι ενεργούσε εναντίον του σουλτάνου. Οι Τούρκοι τον συνέλαβαν και τον έστειλαν στην Aδριανούπολη, όπου τον απαγχόνισαν μαζί με τον διάκονο Ιάκωβο και τον μοναχό Διονύσιο. H μνήμη του τιμάται στις 2 Νοεμβρίου.II
Ο άγιος Ιάκωβος ο Μικρός, λεπτομέρεια ψηφιδωτού (Παρεκκλήσι του Αγίου Ζήνωνα, Ρώμη).
Όνομα λογίων και κληρικών.1. Κληρικός (10ος αι.). Έγραψε το έργο θεολογικού περιεχόμενου Λόγοι παραινετικοί και ψυχωφελείς, το κείμενο του οποίου σώζεται σε χειρόγραφο στην Εθνική Βιβλιοθήκη.2. Λόγιος (13ος αι.). Έζησε στην Κωνσταντινούπολη, όπου διετέλεσε διευθυντής της πατριαρχικής σχολής.3. Λόγιος (18ος αι.). Καταγόταν από τη Μήλο. Επιμελήθηκε και τύπωσε στη Λειψία το σύγγραμμα του Μηνιάτη Πέτρα σκανδάλου, το οποίο προλόγισε.IIIΌνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.1. Μητροπολίτης Λάρισας (10ος αι.). Συνεργάστηκε με τον αδελφό του, λόγιο και κληρικό, Αλέξανδρο, μητροπολίτη Νικαίας, για τον εμπλουτισμό με σχόλια του ονομαζόμενου κώδικα του Λουκιανού.2. Ι. Γ’, Βαβανάτσος (Γαλαξίδι 1895 – Σαλαμίνα 1974). Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος (13-25 Ιανουαρίου 1962). Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1918 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1926 πρεσβύτερος. Διετέλεσε αρχιδιάκονος και ιδιαίτερος γραμματέας του τότε αρχιεπισκόπου Αθηνών, Χρυσόστομου Παπαδόπουλου. Το 1931 ανέλαβε καθήκοντα πρωτοσύγκελου της αρχιεπισκοπής Αθηνών, το 1935 εξελέγη επίσκοπος Χριστουπόλεως και έναν χρόνο μετά έγινε ο πρώτος μητροπολίτης της νεοσύστατης τότε μητρόπολης Αττικής και Μεγαρίδος, θέση στην οποία παρέμεινε έως το 1962, οπότε εξελέγη αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Αναγκάστηκε σε παραίτηση λίγες ημέρες μετά την ενθρόνισή του, ύστερα από διάφορες κατηγορίες σε βάρος του, αβάσιμες για πολλούς. Με απόφαση της ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος επανήλθε στη θέση του μητροπολίτη Αττικής και Μεγαρίδος. Έλαβε ενεργό μέρος στην Αντίσταση της περιόδου 1941-44. Για την εθνική και κοινωνική προσφορά και δράση του έλαβε πολλές τιμητικές διακρίσεις (μετάλλια, βραβεία κ.ά.). Ασχολήθηκε και με τη συγγραφή. Έργα του είναι: Ένα έργον εις τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, Ποιμαντορικαί Υποδείξεις κ.ά.3. Δημήτριος Κουκούζης (Άγιοι Θεόδωροι Ίμβρου 1911 –). Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής (1959-96). Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης και στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ των ΗΠΑ. Το 1934 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1940 πρεσβύτερος. Το 1954 εξελέγη επίσκοπος Μελίτης (Μάλτας) και το 1956 μητροπολίτης. Το ίδιο έτος διορίστηκε μόνιμος αντιπρόσωπος του Οικονομικού Πατριαρχείου στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, την προεδρία του οποίου ανέλαβε το 1959, έτος κατά το οποίο εξελέγη αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής. Στη διάρκεια της θητείας του στην αρχιεπισκοπή εργάστηκε ακούραστα για τον εκσυγχρονισμό και την πρόοδο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας έως το 1996, οπότε παραιτήθηκε. Ίδρυσε την ακαδημία Βασιλείου Βοστόνης, αναδιοργάνωσε τη θεολογική σχολή του Τιμίου Σταυρού και ενίσχυσε τις ιεραποστολές. Παράλληλα, συνέτεινε, σε μεγάλο βαθμό, στη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των ομογενών της Αμερικής, ενώ με το διεθνές κύρος του προώθησε σημαντικά τα εθνικά θέματα. Έχει λάβει πολλές τιμητικές διακρίσεις.4. Θεόφιλος Κορόζης (Βασιλικό Χαλκίδας 1927 –). Μητροπολίτης Κυθήρων (1983-97). Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1949) και μετεκπαιδεύτηκε σε πανεπιστήμια της Γαλλίας. Το 1952 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1953 πρεσβύτερος. Υπηρέτησε σε διάφορες ενορίες-κοινότητες Ελλήνων (παροικίες της Γαλλίας), στην αρχιεπισκοπή Αθηνών (νοσοκομείο Ευαγγελισμός και σε άλλους ναούς) κ.α. Διετέλεσε διευθυντής της εκκλησιαστικής σχολής Ξάνθης, κωδικογράφος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και τακτικό μέλος της συνοδικής επιτροπής μοναχισμού. Ως μητροπολίτης Κυθήρων ανέπτυξε σημαντικό ποιμαντικό έργο (πνευματικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό) μέχρι το 1997, οπότε παραιτήθηκε.5. Γκαρμάτης (Αθήνα 1928 –). Μητροπολίτης Κρήνης (1997-), Υπέρτιμος και Έξαρχος Ιωνίας και πρόεδρος Σικάγου (1979-). Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στις θεολογικές σχολές των πανεπιστημίων της Βοστόνης και του Χάρβαρντ. Χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος το 1945. Υπηρέτησε ως διάκονος και εφημέριος στην αρχιεπισκοπή Αθηνών και εφημέριος στη Βοστόνη, όπου δίδαξε στη θεολογική σχολή του Τιμίου Σταυρού. Διετέλεσε γραμματέας στο γραφείο διορθόδοξων και διαχριστιανικών σχέσεων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το 1969 εξελέγη επίσκοπος Απαμείας της αρχιεπισκοπής Αμερικής και το 1979 επίσκοπος της νεοσύστατης τότε επισκοπής Σικάγου, ενώ το 1997 εξελέγη μητροπολίτης Κρήνης, διατηρώντας παράλληλα τον τίτλο του επισκόπου Σικάγου. Διετέλεσε πρόεδρος του Ελληνικού Κολεγίου και της θεολογικής σχολής του Τιμίου Σταυρού και μέλος οικουμενικών διαλόγων και διορθόδοξων επιτροπών.6. Δαμιανός Παχής (Μαρούσι Αττικής 1932 –). Μητροπολίτης Αργολίδος (1985-). Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1959 και πρεσβύτερος το 1960. Υπηρέτησε ως ιεροκήρυκας στη μητρόπολη Άρτης, όπου ανέπτυξε έντονη πνευματική και κοινωνική δράση. Διετέλεσε διευθυντής του οικοτροφείου αρρένων της μητρόπολης και υπεύθυνος των κατασκηνώσεων. Στον τομέα της πνευματικής διακονίας έχει δραστηριοποιηθεί έντονα με τη λειτουργία ενοριακών κέντρων νεότητας (Ναύπλιο, Άργος, Νέα Κίος και Παλαιά Επίδαυρος), θρησκευτικών υπηρεσιών ασθενών, φυλακών, στρατού, εργοστασίων, επιστημόνων, συμπαράστασης οικογένειας, αντιαιρετικής δράσης κλπ. καθώς και του τοπικού ραδιοφωνικού σταθμού της μητρόπολης Αργολίδος.7. Ι. Φραντζής (Αγιάσος, Λέσβος 1942 –). Μητροπολίτης Μυτιλήνης, Ερεσσού και Πλωμαρίου (1988-). Σπούδασε στο Ανώτερο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο Καλαμάτας και στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Το 1965 χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Υπηρέτησε αρχικά ως ιεροκήρυκας στο ιερό προσκύνημα Παναγίας Αγιάσoυ και στη συνέχεια στη μητρόπολη Μυτιλήνης, στην οποία διετέλεσε και πρωτοσύγκελος (1976-88). Κατά το χρονικό διάστημα 1968-70 χρημάτισε ηγούμενος της μονής Υψηλού. Ως μητροπολίτης Μυτιλήνης, Ερεσσού και Πλωμαρίου συνέχισε την πλούσια πνευματική, κοινωνική και φιλανθρωπική δράση του. Στην περιφέρειά του λειτουργούν αρκετά ιδρύματα, στα οποία προεδρεύει, όπως το οικοτροφείο αρρένων Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος (Μυτιλήνη), το Μητρέλειο Πτωχοκομείο, η γεωργική σχολή Αχλαδερής, το Χατζησπύρειον νοσοκομείο Aγιάσου, τα γηροκομεία Πλωμαρίου και Aγιάσoυ, το Βοστάνειο γενικό νοσοκομείο, δύο σταθμοί βρεφών και επιτόκων, το άσυλο ανιάτων Η Θεομήτωρ κ.ά.8. Σωφρονιάδης (Φερίκιοϊ, Κωνσταντινούπολη 1947 –). Μητροπολίτης Λαοδικείας (1987-), Υπέρτιμος και Έξαρχος Φρυγίας. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης (1970). Στον κλήρο εισήλθε το 1969, οπότε χειροτονήθηκε διάκονος. Υπηρέτησε ως πατριαρχικός διάκονος, κωδικογράφος, υπογραμματέας και αρχιγραμματέας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Είναι αρχιερατικός προϊστάμενος της Ε’ αρχιεπισκοπικής περιφέρειας Φαναρίου-Κερατίου κόλπου. Στη δικαιοδοσία του υπάγονται 13 ναοί, στους οποίους υπηρετούν 28 εφημέριοι και 4 διάκονοι, λειτουργούν τέσσερα γυμνάσια και λύκεια, δώδεκα δημοτικά σχολεία, δέκα ιερές πατριαρχικές και σταυροπηγιακές μονές, τρία μετόχια του Παναγίου Τάφου και ένα της μονής Σινά, έξι προσκυνήματα-αγιάσματα, οκτώ φιλόπτωχες αδελφότητες, διάφοροι σύνδεσμοι, καθώς επίσης τα ιδρύματα: νοσοκομείο Βαλουκλή, γηροκομείο, ψυχιατρείο, ορφανοτροφείο Πριγκήπου κ.ά. Ο Ι. είναι συγγραφέας πολλών επιστημονικών εργασιών, ενώ άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες της Κωνσταντινούπολης και σε περιοδικά του Οικουμενικού Πατριαρχείου.IVΟ αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής, από το 1959 έως το 1996, Ιάκωβος (φωτ. ΑΠΕ).
(Χίος; – Μολδαβία 1700). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1679-82, 1685-86, 1687-88). Αρχικά έγινε μητροπολίτης στη Λάρισα. Όταν για πρώτη φορά ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο ως διάδοχος του Αθανάσιου Δ’, διοίκησε την Εκκλησία επί τρία χρόνια, οπότε απομακρύνθηκε οικειοθελώς και αποσύρθηκε στη γενέτειρά του τη Χίο. Επανήλθε σε αυτή τη θέση ως διάδοχος του Παρθένιου Δ’, πάλι όμως προσωρινά, μετά την κοινή απόφαση της συνόδου των αρχιερέων. Τον διαδέχθηκε ο Διονύσιος Δ’, ο οποίος όμως λίγους μήνες αργότερα αποχώρησε από τον θρόνο, κατόπιν πιέσεων των φίλων του Ι., ώστε να αναλάβει ο ίδιος την εκκλησιαστική διοίκηση. Αλλά και η τρίτη πατριαρχία του, διάρκειας μόλις ενός έτους, έληξε με την οικειοθελή παραίτηση του πατριάρχη, ο οποίος απογοητευμένος εγκαταστάθηκε στη Μολδαβία, όπου πέθανε.V(αγγλ. James). Εξελληνισμένο όνομα βασιλιάδων της Αγγλίας και της Σκοτίας.1. Ι. Α’ (1394 – Περθ 1437). Βασιλιάς της Σκοτίας (1406-37). Ήταν γιος του Ροβέρτου Γ’. Αιχμαλωτίστηκε από τους Άγγλους λίγο πριν από τον θάνατο του πατέρα του και πέρασε τα νεανικά του χρόνια στην Αγγλία, ενώ η διακυβέρνηση της χώρας του βρισκόταν στα χέρια του θείου του, κόμη Όλμπανι. Μετά την απελευθέρωσή του, αφού καταβλήθηκαν λύτρα, στέφθηκε βασιλιάς. Αφαίρεσε πολλά από τα προνόμια των ευγενών και προέβη σε μεταρρυθμίσεις στην κρατική διοίκηση και στο κοινοβούλιο. Περιόρισε τη δύναμη του φεουδαλισμού και εξόντωσε την οικογένεια των Όλμπανι· εξίσου σκληρός υπήρξε και εναντίον των αιρέσεων. Εξαιτίας αυτών των ενεργειών του απέκτησε πολλούς εχθρούς. Δολοφονήθηκε το 1437 ύστερα από συνομωσία του κόμη Άθολ και του σερ Ρόμπερτ Γκράχαμ.2. Ι. Β’ (1430 – 1460). Βασιλιάς της Σκοτίας (1437-60). Ήταν γιος του προηγούμενου. Η στέψη του έγινε στο Χόλιρουντ μετά τη δολοφονία του πατέρα του, ενώ ορίστηκε τοποτηρητής του ο Άρτσιμπαλντ, πέμπτος κόμης του Ντάγκλας. Στο διάστημα της παιδικής ηλικίας του, ο σερ Λίβινγκστον και ο σερ Κρίτστον, έπειτα από συνεννόηση, φρόντισαν να θέσουν τη βασιλική οικογένεια υπό την επιρροή τους με διάφορες ραδιουργίες, στις οποίες αργότερα αναμείχθηκε και ο Γουλιέλμος (1443), όγδοος κόμης του Ντάγκλας. Ο Ι. Β’, με την ενίσχυση του Τζέιμς Κένεντι, επίσκοπου του Αγίου Ανδρέα, κατόρθωσε να απαλλαγεί από τον Λίβινγκστον το 1450 και από τον Ντάγκλας το 1455. Υποστήριξε τους Λάνκαστερ μετά την ήττα του Ερρίκου ΣΤ’ και ανακατέλαβε τα φρούρια που μέχρι τότε κατείχαν οι Άγγλοι. Βρήκε τον θάνατο κατά τη διάρκεια μιας πολιορκίας σε ένα από αυτά τα φρούρια.3. Ι. Γ’ (1451 – 1488). Βασιλιάς της Σκοτίας (1460-88). Ήταν γιος του προηγούμενου και διάδοχός του στον θρόνο. Στο διάστημα της παιδικής ηλικίας του, η εξουσία πέρασε ουσιαστικά στους Μπόιντ. Μετά τον γάμο του με τη Μαργαρίτα (1469), κόρη του Χριστιανού Α’ της Δανίας, συνένωσε υπό το στέμμα του τα νησιά Ορκάδες και Σέτλαντ και ανέλαβε ουσιαστικά τη διακυβέρνηση της χώρας, υποτάσσοντας τους βαρόνους και αντιμετωπίζοντας τις δολοπλοκίες του Όλμπανι. Λόγω της φιλειρηνικής πολιτικής του, ο Ι. Γ’ ήρθε σε ρήξη με ορισμένους συγγενείς του, οι οποίοι τον δολοφόνησαν.4. Ι. Δ’ (1473 – 1513). Βασιλιάς της Σκοτίας (1488-1513). Ήταν γιος και διάδοχος του προηγούμενου, τον οποίο ανέτρεψε. Φιλειρηνικός, όπως και ο πατέρας του, διατήρησε την τάξη στο βασίλειό του και την ειρήνη με την Αγγλία. Ο γάμος του με τη Μαργαρίτα (1503), κόρη του Ερρίκου Ζ’, είχε αποτέλεσμα την απόδοση του στέμματος της Αγγλίας στους Στιούαρτ έπειτα από έναν αιώνα. Όμως, μετά την άνοδο του Ερρίκου Γ’ στον θρόνο της Αγγλίας (1513), κηρύχθηκε πόλεμος εναντίον του. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ο Ι. Δ’ σκοτώθηκε στη μάχη του Φλόντεν και οι Σκοτσέζοι ευγενείς αποδεκατίστηκαν.5. Ι. Ε’ (1512 – 1542). Βασιλιάς της Σκοτίας (1513-42). Ήταν γιος του προηγούμενου και της Μαργαρίτας Τιδόρ. Πριν ακόμα ενηλικιωθεί, αρχικά είχε αναλάβει την αντιβασιλεία ο Όλμπανι (1514-25) και στη συνέχεια ο Άνγκους, μελλοντικός ηγέτης του αγγλόφιλου κόμματος. Ο Ι. Ε’ κατόρθωσε να απαλλαγεί οριστικά από τους κηδεμόνες του το 1528. Έκτοτε κυβέρνησε ουσιαστικά τη χώρα του, αποκτώντας μάλιστα και την εμπιστοσύνη του γαλλόφιλου κόμματος, αρχηγός του οποίου ήταν ο Μπίτεν. Τέλεσε δύο γάμους, τον πρώτο με τη Μαγδαληνή της Γαλλίας (1537) και τον δεύτερο με τη Μαρία της Λορένης (1538). Το 1542 ξέσπασε πόλεμος στη χώρα του με την Αγγλία, κατά τη διάρκεια του οποίου ο στρατός των Σκοτσέζων ηττήθηκε ολοσχερώς στη Σολγουέι Μος.6. Ι. ΣΤ’ ή Α’ (Εδιμβούργο 1566 – Λονδίνο 1625). Βασιλιάς της Αγγλίας (1603-25) και ως ΣΤ’ της Σκοτίας (1567-1625). Ήταν γιος της Μαρίας Στιούαρτ και του δεύτερου συζύγου της, λόρδου Ντάρνλεϊ. Στέφθηκε βασιλιάς της Σκοτίας, όταν εκθρονίστηκε η μητέρα του, αλλά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρξε όπλο εκβιασμού στα χέρια των πολιτικών που κυβέρνησαν στο όνομά του (Μόρεϊ, Μαρ, Μόρτον, Λένοξ). Όταν αργότερα έγινε βασιλιάς της Αγγλίας, μετά τον θάνατο της Ελισάβετ, ως κληρονόμος των Τιδόρ (ο προπάππος του, Ιάκωβος Δ’ της Σκοτίας, είχε παντρευτεί τη Μαρία Τιδόρ, κόρη του Ερρίκου Ζ’) επέτρεψε, αν και καθολικός, πολλές ελευθερίες στον προτεσταντισμό και μάλιστα έπνιξε στο αίμα τη λεγόμενη συνωμοσία της πυρίτιδας (1605), που αποσκοπούσε στην παλινόρθωση του καθολικισμού. Έδιωξε από τη χώρα του τους ιησουίτες, θεωρώντας τους συνενόχους της συνωμοσίας και πέτυχε έγκριση από το κοινοβούλιο του διατάγματος με το οποίο δεν αναγνωριζόταν το δικαίωμα του πάπα να καθαιρεί τους βασιλιάδες και να απαλλάσσει τους υπηκόους τους από τον όρκο πίστης που έδιναν σε αυτούς. Η βασιλεία του υπήρξε ταραχώδης, εξαιτίας συνεχών πολιτικών και οικονομικών δυσχερειών, κατόρθωσε όμως να διατηρήσει την ειρήνη και το γόητρό του απέναντι στις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Έγραψε πολλά πολιτικά, θεολογικά και φιλολογικά έργα.7. Ι. Ζ’ ή Β’ (Λονδίνο 1633 – Σεν Ζερμέν-αν-Λε 1701). Βασιλιάς της Αγγλίας (1685-88) και ως Ζ’ της Σκοτίας (1685-88). Ήταν γιος του Καρόλου Α’ και της Εριέτας Μαρίας των Βουρβόνων. Αφού έζησε εξόριστος στη Γαλλία κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου, ανέβηκε στον θρόνο της Αγγλίας μετά τον θάνατο του αδελφού του, Καρόλου Β’, παρά την αντίθεση του κοινοβουλίου, που τον υποπτευόταν εξαιτίας της μεταστροφής του στον καθολικισμό (1672). Πιστεύοντας ότι ήταν σε θέση να κυβερνήσει χωρίς να λαμβάνει υπόψη του την αντίθεση της κοινής γνώμης, ακολούθησε πολύ συντηρητική πολιτική, η οποία ευνόησε την αποκατάσταση του καθολικισμού (πρεσβεία στη Ρώμη, εξαιρετικές τιμές στον αποστολικό νούντσιο, διακηρύξεις άφεσης του 1687 και 1688). Η πολιτική του, όμως, προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις, τις οποίες ο Ι.Β’ προσπάθησε να καταστείλει με αιματηρά μέσα (εκτέλεση των δουκών του Μόνμαθ και του Άρτζιλ, 1685). Τελικά, οι αντίπαλοί του υπερίσχυσαν χάρη και στην υποστήριξη του Γουλιέλμου της Οράγγης, γαμπρού του βασιλιά, ο οποίος, όταν αποβιβάστηκε στο Τορμπέ (1688), έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους επαναστατημένους αγγλικανούς. Αφού υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του, ο Ι.B’ κατέφυγε στη Γαλλία με ελάχιστους οπαδούς (τους λεγόμενους ιακωβίτες). Ύστερα από την αποτυχία μιας απόπειράς του να ανακαταλάβει την εξουσία (1690), πέθανε εξόριστος στη Γαλλία, όπου είχε καταφύγει στα τελευταία χρόνια.Ο Ιάκωβος Ε’ της Σκοτίας, ο στρατός του οποίου ηττήθηκε από τον αγγλικό.
Ο βασιλιάς της Αγγλίας, Ιάκωβος Α’, σε πρωτοπογραφία αγνώστου (Πίτι, Φλωρεντία).
VIΟ δημοφιλής και φιλειρηνικός βασιλιάς της Σκοτίας Ιάκωβος Δ’.
(ισπαν. Jaime). Εξελληνισμένο όνομα βασιλιάδων της Αραγονίας και της Μαγιόρκα.1. Ι. Α’ ο Κατακτητής (1208 – 1276). Βασιλιάς της Αραγονίας (1214-76). Ήταν γιος του βασιλιά Πέτρου Β’ και της Μαρίας, δέσποινας του Μονπελιέ. Ήταν μόλις 5 ετών όταν σκοτώθηκε ο πατέρας του στη μάχη του Μιρέ και ο ίδιος βρέθηκε στο επίκεντρο της διαμάχης μεταξύ των αντίθετων πολιτικών παρατάξεων, οι οποίες διεκδικούσαν την εξουσία. Το 1217 φυγαδεύτηκε στη Σαραγόσα για να σωθεί από τον θείο του, Σάντσο, ο οποίος εποφθαλμιούσε τον θρόνο. Σε ηλικία 13 ετών, παντρεύτηκε την Ελεονόρα, κόρη του βασιλιά της Λεόνε, προκειμένου να εξασφαλιστεί η υποστήριξη του τελευταίου στις δυναστικές βλέψεις του. Τελικά, κατόρθωσε να εδραιωθεί στον θρόνο, ύστερα από έντονες διαμάχες, το 1227. Έναν χρόνο αργότερα ο Ι. Α’ επιδόθηκε στην επέκταση των εδαφών του στην περιοχή της Ιβηρικής χερσονήσου. Απέσπασε τα νησιά των Βαλεαρίδων από τους Μαυριτανούς, υπέταξε το βασίλειο της Βαλένθια, μεταξύ 1231 και 1238, ενώ το 1265 κυριάρχησε στη Μουρκία. Πήρε μέρος στις Σταυροφορίες, αλλά η εκστρατεία του κατά της Παλαιστίνης, το 1269, απέτυχε, γιατί καταστράφηκε ο στόλος του από τρικυμία. Συνέχισε την επεκτατική πολιτική του με την κατάληψη της Θέουτα, στην αφρικανική παραλία του στενού του Γιβραλτάρ. Ωστόσο, λίγο πριν από τον θάνατό του ηττήθηκε από τους Άραβες της Βαλένθια. Από το 1258, με τη συνθήκη του Κορμπέιγ, ο Ι.Α’ είχε κατορθώσει να εξασφαλίσει την παραίτηση του Λουδοβίκου Θ’ του Άγιου από τα δικαιώματά του στις κομητείες της Βαρκελώνης και του Σουσιγιόν, ενώ ο ίδιος παραιτήθηκε από κάθε βλέψη επέκτασης πέρα από τα Πυρηναία, με εξαίρεση το Μονπελιέ. Παράλληλα με την κατακτητική εξωτερική πολιτική του, πραγματοποίησε αξιόλογο νομοθετικό έργο, αναδιοργάνωσε τη διοίκηση και την οικονομία και κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες για την αναβάθμιση της παιδείας. Έγραψε ο ίδιος την ιστορία της περιόδου της βασιλείας του και την αυτοβιογραφία του, οι οποίες εκδόθηκαν το 1883 στο Λονδίνο με τίτλο Το χρονικό του Ι. Α’. Λίγο πριν πεθάνει όρισε διάδοχό του στον θρόνο της Αραγονίας τον πρωτότοκο γιο του, Αλφόνσο, και μοίρασε τις υπόλοιπες κτήσεις του στα παιδιά που είχε αποκτήσει από τον δεύτερο γάμο του με την Ουγγαρέζα πριγκίπισσα Γιολάντα.2. Ι. Α’ (Μονπελιέ 1243 – Μαγιόρκα 1311). Βασιλιάς της Μαγιόρκα (1276-1311). Ήταν δευτερότοκος γιος του Ιακώβου Α’ του Κατακτητή (βλ. 1.), από τον δεύτερο γάμο του. Από τις κτήσεις του πατέρα του παραχωρήθηκαν στον Ι. Α’ τα νησιά των Βαλεαρίδων, το Ρουσιγιόν και η βαρονία του Μονπελιέ, εδάφη τα οποία κυβέρνησε με τον τίτλο του βασιλιά της Μαγιόρκα. Ωστόσο, λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα του (1276), ο αδελφός του, Πέτρος Β’, βασιλιάς της Αραγονίας, κατέλαβε τις Βαλεαρίδες και τις προσάρτησε στο βασίλειό του, ενώ ο Ι. Α’ κατέφυγε στον βασιλιά της Γαλλίας, Φίλιππο Γ’, από τον οποίο ζήτησε βοήθεια. Κατά τη διάρκεια του πολέμου που ακολούθησε, οι Γάλλοι κατόρθωσαν να επιβληθούν και, μετά τον θάνατο του Πέτρου Γ’, το 1285, ο Ι. Α’ αποκαταστήθηκε στον θρόνο του, αφού αναγνώρισε την επικυριαρχία του Φίλιππου Γ’ στη βαρονία του Μονπελιέ.3. Ι. Β’ ο Δίκαιος (1260 – 1327). Βασιλιάς της Αραγονίας (1291-1327). Ήταν ο δευτερότοκος γιος του βασιλιά Πέτρου Γ’ και εγγονός του Ιακώβου Α’. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1285, του παραχωρήθηκε το βασίλειο της Σικελίας, ενώ το 1291 διαδέχθηκε τον αδελφό του, Αλφόνσο, στον θρόνο της Αραγονίας. Μετά τον γάμο του (1295) με την κόρη του Κάρολου Β’ της Νάπολης, Λευκή, παραιτήθηκε από το στέμμα της Σικελίας υπέρ του αδελφού του, Φρειδερίκου. Το 1296 ο Ι. Β’ κυρίευσε το βασίλειο της Μουρκίας και λίγο αργότερα ήρθε σε σύγκρουση με τη Γαλλία. Αποτέλεσμα του σύντομου πολέμου που ακολούθησε ήταν η παραχώρηση της Σικελίας στον βασιλιά της Νάπολης, ενώ στον Ι. Β’ παραχωρήθηκε η Σαρδηνία και η Κορσική, νησιά τα οποία βρίσκονταν στην κατοχή των Γενοβέζων, οι οποίοι αρνήθηκαν να τα παραδώσουν. Συγχρόνως, ο Φρειδερίκος αρνήθηκε να υποταχθεί στους όρους της συνθήκης, την οποία ο Ι. Β’ αναγκάστηκε να επιβάλει με τα όπλα. Το 1319 ο Ι. Β’ ένωσε την Αραγονία, την Καταλονία και τη Βαλένθια σε ένα ενιαίο βασίλειο και τελικά, το 1322, κατόρθωσε να διώξει τους Γενοβέζους από τη Σαρδηνία και την Κορσική. Στο εσωτερικό του βασιλείου ο Ι. Β’ κυβέρνησε ακολουθώντας τον δρόμο που είχε χαράξει ο παππούς του, Ιάκωβος Α’. Συνέχισε το νομοθετικό του έργο, με αναθεώρηση και κωδικοποίηση της νομοθεσίας και ακολούθησε εκπαιδευτική πολιτική. Επίσης, έλαβε σημαντικά μέτρα για την ανάπτυξη του εμπορίου, ενώ κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ιδρύθηκε το πανεπιστήμιο της Λερίντα.4. Ι. Β’ (Κατάνη 1315 – Μαγιόρκα 1349). Βασιλιάς της Μαγιόρκα (1324-43). Ανέβηκε στον θρόνο ύστερα από οχτάχρονη περίοδο αντιβασιλείας του θείου του, Σάντσο. Το 1341 ήρθε σε σύγκρουση με τον βασιλιά της Γαλλίας εξαιτίας της άρνησής του να αναγνωρίσει την επικυριαρχία του τελευταίου στη βαρονία του Μονπελιέ. Ο Πέτρος Δ’ της Αραγονίας εκμεταλλευόμενος αυτή τη διαμάχη, κατέλαβε τις Βαλεαρίδες, το 1343, και τα εδάφη του Ι. Β’ στο Ρουσιγιόν, το 1344. Στην προσπάθειά του να ανακαταλάβει το βασίλειό του, ο Ι. Β’ πούλησε το Μονπελιέ στη Γαλλία και με τα χρήματα που συγκέντρωσε συγκρότησε πολεμικό στόλο. Ωστόσο, η εκστρατεία του κατά των Βαλεαρίδων απέτυχε και ο ίδιος σκοτώθηκε στη μάχη του Μπλουχ Μαγιόρ.5. Ι. Γ’ (Περπινιάν 1336 – Σόρια 1375). Βασιλιάς της Μαγιόρκα (1349-75). Ήταν γιος του προηγούμενου και της Κωνστάντσας της Αραγονίας. Κατά τη μάχη του Μπλουχ Μαγιόρ (1349), στην οποία σκοτώθηκε ο πατέρας του, αιχμαλωτίστηκε από τον Πέτρο Γ’ και παρέμεινε αιχμάλωτος στη Βαρκελώνη για 13 χρόνια. Το 1362 δραπέτευσε στη Νάπολη, όπου παντρεύτηκε την Ιωάννα Α’ της Ανδηγαυίας, βασίλισσα της Νάπολης και της Σικελίας. Αρχικά, με τη βοήθεια της γυναίκας του και αργότερα του βασιλιά της Καστίλης, Πέτρου του Σκληρού, επιχείρησε επανειλημμένα να αποσπάσει από την Αραγονία το βασίλειο του πατέρα του, αλλά χωρίς επιτυχία. Πέθανε κατά τη διάρκεια μιας από τις εκστρατείες του, αφού είχε κατακτήσει ένα μέρος του Ρουσιγιόν και της Σερντάν.VIIΟ Ιάκωβος Β’ ο Δίκαιος, βασιλιάς της Αραγονίας και της Καταλονίας, κατά την περίοδο 1291-1327.
Όνομα βασιλιάδων της Κύπρου.1. Ι. Α’ (1334 – Λευκωσία 1398). Βασιλιάς της Κύπρου (1382-98). Ήταν γιος του Ούγωνα Δ’. Στη διαμάχη για τη διαδοχή δολοφόνησε τον νόμιμο διάδοχο του θρόνου και αδελφό του, Πέτρο Α’. Τελικά έγινε βασιλιάς το 1382, μετά τον θάνατο του ανιψιού του, Πέτρου Β’, με τη βοήθεια των Γενοβέζων, στους οποίους παραχώρησε το φρούριο της Αμμοχώστου και ένα τμήμα της ενδοχώρας του. Ο Ι. Α’ επιχείρησε σημαντικές προσπάθειες για τη διοικητική αναδιοργάνωση και την οικονομική ανόρθωση του βασιλείου της Κύπρου, το οποίο βρισκόταν σε μαρασμό. Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, εκτός από τις καλές σχέσεις με τη Γένοβα, ο Ι. Α’ έδωσε τέλος στις εχθροπραξίες με τους Οθωμανούς και επιχείρησε να εξασφαλίσει καλύτερες σχέσεις με τους Ευρωπαίους ηγεμόνες, οι οποίοι τον αντιμετώπιζαν με εχθρότητα εξαιτίας της δολοφονίας του Πέτρου Α’. Η συγκεκριμένη διπλωματική επιδίωξη επετεύχθη μετά τη μάχη της Νικόπολης (1391), στην οποία ο σουλτάνος Βαγιαζήτ νίκησε τους Γάλλους και τους Ούγγρους. Οι φιλικές σχέσεις του Ι.Α’ με τον Βαγιαζήτ υποχρέωσαν τους Γάλλους να στραφούν σε αυτόν, προκειμένου να μεσολαβήσει στον διακανονισμό που θα καθόριζε την απελευθέρωση των αιχμάλωτων Γάλλων ευγενών. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν, το 1397, στην απελευθέρωση ορισμένων από αυτούς και τον επόμενο χρόνο ο Κάρολος ΣΤ’ της Γαλλίας υπέγραψε συνθήκη συμμαχίας με τον ηγεμόνα της Κύπρου. Ο Ι. Α’ μετά τον θάνατο του Λέοντα Δ’ (1393) απέκτησε και τον τίτλο του βασιλιά της Αρμενίας.2. Ι. Β’ ο Νόθος (Λευκωσία 1440 – 1473). Βασιλιάς της Κύπρου (1460-73). Ήταν νόθος γιος του ηγεμόνα της Κύπρου, Ιωάννη Β’. Μετά τον θάνατο του τελευταίου (1448) αναγνωρίστηκε βασίλισσα της Κύπρου η νόμιμη κόρη του, Καρλότα, η οποία κυβέρνησε μαζί με τον σύζυγό της, Λουδοβίκο της Σαβοΐας. Ο Ι. Β’ έφυγε σε νεαρή ηλικία από το νησί και ζήτησε άσυλο στην αυλή του σουλτάνου της Αιγύπτου, στο Κάιρο. Κατόρθωσε να εξασφαλίσει την εύνοια του μουσουλμάνου ηγεμόνα και τον έπεισε να τον συνδράμει προκειμένου να αποκτήσει τον θρόνο της Κύπρου. Το 1460 ο σουλτάνος τον έστεψε βασιλιά της Κύπρου και του παραχώρησε 80 πλοία καθώς και ισχυρή στρατιωτική δύναμη Σαρακηνών, οι οποίοι αποβιβάστηκαν κοντά στην Αμμόχωστο και ενωμένοι με τους Κύπριους οπαδούς του Ι. Β’ έγιναν κύριοι του νησιού. Ο Λουδοβίκος της Σαβοΐας αναγκάστηκε να καταφύγει στο φρούριο της Κυρήνειας και έπειτα στην Ευρώπη. Ωστόσο η Καρλότα κατόρθωσε να συγκεντρώσει στρατό στην Ιταλία, να καταλάβει το φρούριο της Πάφου και να ανεφοδιάσει την Κυρήνεια η οποία αντιστεκόταν ακόμα. Ο πόλεμος συνεχίστηκε έως την άνοιξη του 1464, οπότε η Κυρήνεια, παραδόθηκε και ο Ι. Β’ παρέμεινε αδιαφιλονίκητος ηγεμόνας του νησιού. Μία από τις πρώτες ενέργειες του νέου μονάρχη ήταν να διώξει τους Γενοβέζους από την Αμμόχωστο και να προσανατολίσει την εξωτερική πολιτική του προς τη Βενετία. Ο γάμος του (1472) με τη Βενετή Αικατερίνη Κορνάρου σύσφιξε τις σχέσεις του με τη Δημοκρατία της Βενετίας, η οποία ασκούσε μεγάλη επιρροή στο βασίλειο της Κύπρου. Ο Ι. Β’ πέθανε, ενώ η γυναίκα του ήταν ακόμα έγκυος. Μόλις γεννήθηκε ο γιος του ανακηρύχθηκε ηγεμόνας της Κύπρου με το όνομα Ιάκωβος Γ’. Πέθανε όμως σε ηλικία 2 ετών. Την αντιβασιλεία ασκούσε η Αικατερίνη Κορνάρου, αλλά η πραγματική εξουσία βρισκόταν στα χέρια των Βενετών. Η διακυβέρνηση του Ι. Β’ ήταν χαρακτηριστική για την ευελιξία και τη μετριοπάθειά της, γεγονός που του εξασφάλισε τη συμπάθεια των κατοίκων του νησιού.
Dictionary of Greek. 2013.